οινώδης

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ οἰνώδης, -ῶδες) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη σύσταση ή τη γεύση, οινοειδής («οἰνώδεις ῥοαί», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού, σκούρος κόκκινος
2. (για σταφύλι) αυτός που περιέχει κρασί ή που παράγει πολύ κρασί («οἰνώδεις καρποί», Θεόφρ.)
3. αυτός που περιέχει μικρή ή μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνῶδες
η οσμή του οίνου («ἀναπνέων οἰνῶδες», Φιλόστρ.).