οἰνώδης
English (LSJ)
οἰνῶδες, of the nature of wine or of the flavour of wine, χυμός Arist.Mete.387b11; ῥοαί Id.Pr.922a9; of wines, containing more or less vinous strength, Hp. Acut.37, cf. Mul.1.52; οἰ. καρποί Thphr. CP 6.14.4; of grapes in general, Gal.6.578; ὀπῶραι Id.9.249; ἀναπνέων οἰνῶδες Philostr.Her. 2.8; wine-coloured, λίθοι Luc.Syr.D.32, cf. Aret.SD2.9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
vineux, qui a le goût du vin.
Étymologie: οἶνος, -ωδης.
German (Pape)
ες, = οἰνοειδής, Sp., καρποί Plut. Symp. 3.5 g.E.
Russian (Dvoretsky)
οἰνώδης:
1 похожий на вино (χυμός Arst.);
2 имеющий вкус вина (καρποί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνώδης: -ες, ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὴν γεῦσιν τοῦ οἴνου, χυμὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 29· ῥοαὶ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 19. 43, 2· ἐν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, ἐπὶ οἴνων ἐχόντων μείζονα ἢ ἐλάσσονα οἰνώδη δύναμιν, πρβλ. 610. 6 οὕτως, οἰν. καρποὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 4.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ οἰνώδης, -ῶδες) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη σύσταση ή τη γεύση, οινοειδής («οἰνώδεις ῥοαί», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού, σκούρος κόκκινος
2. (για σταφύλι) αυτός που περιέχει κρασί ή που παράγει πολύ κρασί («οἰνώδεις καρποί», Θεόφρ.)
3. αυτός που περιέχει μικρή ή μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνῶδες
η οσμή του οίνου («ἀναπνέων οἰνῶδες», Φιλόστρ.).