οκτάβα

Greek Monolingual

και οχτάβα, η (Μ ὀκτάβα, γεν. -ης) νεοελλ.
1. μουσ. διάστημα του οποίου ο υψηλότερος φθόγγος έχει συχνότητα διπλάσια από τη συχνότητα του χαμηλότερου, γεγονός χάρη στο οποίο ο πρώτος γίνεται αντιληπτός ως ταυτόσημος με τον δεύτερο αλλά υψηλότερου τονικού ύψους
2. (στη μετρική) οκτάστιχη στροφή ποιήματος η οποία περιέχει τρεις ομοιοκαταληξίες που συμπλέκονται αυστηρά και με ορισμένο τρόπο μεταξύ τους
μσν.
φόρος ενός ογδόου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. octava, θηλ. του octavus «όγδοος» < λατ. octo «οκτώ»].