ὀλιγόγονος, -ον (Α)1. (για ζώα) αυτός που γεννά κάθε φορά λίγα μόνο νεογνά2. (για ζώα και φυτά) στείρος, άγονος, άκαρπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύγονος].