ολομέλεια

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) ολομελής
η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια
νεοελλ.
1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια της βουλής»)
2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος οργάνου («συνήλθε η ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του κόμματος»)
αρχ.
1. η γενική φύση ενός πράγματος («περὶ ἀδένων οὐλομελίης», Ιπποκρ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού έξι
3. (κατά τον Ησύχ.) «οὐλομελίη
καθόλου, συλλήβδην».