ὁλομέλεια

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλομέλεια Medium diacritics: ὁλομέλεια Low diacritics: ολομέλεια Capitals: ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: holoméleia Transliteration B: holomeleia Transliteration C: olomeleia Beta Code: o(lome/leia

English (LSJ)

ἡ, Ion. οὐλομέλεια, οὐλομελίη
1Pythagorean name for six, Anatolius ap.Theol.Ar.36
2the general nature
3soundness of limb, wholeness of limbs.

German (Pape)

[Seite 326] ἡ, das Unverstümmeltsein, od. = οὐλομελία, Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) ολομελής
η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια
νεοελλ.
1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια της βουλής»)
2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος οργάνου («συνήλθε η ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του κόμματος»)
αρχ.
1. η γενική φύση ενός πράγματος («περὶ ἀδένων οὐλομελίης», Ιπποκρ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού έξι
3. (κατά τον Ησύχ.) «οὐλομελίη
καθόλου, συλλήβδην».