-η, -ο (ΑΜ ὁλοσώματος, -ον)1. σχετικός με όλο το σώμα, ολόσωμος2. (για εικόνα ή άγαλμα) αυτός που απεικονίζει ολόκληρο το σώμαμσν.πλήρης, ολόκληρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σῶμα, -ατος (πρβλ. μεγαλοσώματος)].