-η, -οπολύ δροσερός, γεμάτος δροσιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + δρόσος (πρβλ. πολύδροσος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Π. Ραφτόπουλο].