πολύδροσος
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
πολύδροσον, very dewy, ἰκμὰς Βάκχου AP5.133 (Posidipp.).
German (Pape)
[Seite 662] viel bethau't, thaureich, Βάκχου ἰκμάς, Posidipp. 11 (V, 134).
Russian (Dvoretsky)
πολύδροσος: весь пропитанный росой, росистый (Βάκχου ἰκμάς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύδροσος: -ον, ὁ λίαν δροσερός, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 5, 134.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύδροσος, -ον, ΝΜΑ
πολύ δροσερός («ῥαῖνε λάγυνε πολύδροσον ἰκμάδα Βάκχου», Ποσείδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύδροσος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δρόσος, ἡ (πρβλ. εύδροσος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδροσος -ον [πολύς, δρόσος] met veel dauw.