πολύδροσος

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδροσος Medium diacritics: πολύδροσος Low diacritics: πολύδροσος Capitals: ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ
Transliteration A: polýdrosos Transliteration B: polydrosos Transliteration C: polydrosos Beta Code: polu/drosos

English (LSJ)

πολύδροσον, very dewy, ἰκμὰς Βάκχου AP5.133 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 662] viel bethau't, thaureich, Βάκχου ἰκμάς, Posidipp. 11 (V, 134).

Russian (Dvoretsky)

πολύδροσος: весь пропитанный росой, росистый (Βάκχου ἰκμάς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύδροσος: -ον, ὁ λίαν δροσερός, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 5, 134.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδροσος, -ον, ΝΜΑ
πολύ δροσερός («ῥαῖνε λάγυνε πολύδροσον ἰκμάδα Βάκχου», Ποσείδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύδροσος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δρόσος, (πρβλ. εύδροσος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδροσος -ον [πολύς, δρόσος] met veel dauw.