-α, -ο (Μ ὀνυχιαῖος, -α, -ον)1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος2. (κατ' επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μηριαίος)].