οποδαπός

Greek Monolingual

ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, -ή, -όν (ΑΜ)
(σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.).
επίρρ...
ὁποδαπῶς (Μ)
από πού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. ποδαπός (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].