ὁκοδαπός
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὁκόθεν, ὁκοῖος, ὁκόσος, ὁκότε, ὁκότερος, ὅκου, Ion. for ὁποδαπός, etc.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὁποδαπός.
Greek (Liddell-Scott)
ὁκοδαπός: ὁκόθεν, ὁκοῖος, ὁκόσος, ὁκότε, ὁκότερος, ὅκου, παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ἀντὶ ὁποδαπός, ὁπόθεν, ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπότε, ὁπότερος, ὅπου.
Greek Monolingual
ὁκοδαπός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. βλ. οποδαπός.
Greek Monotonic
ὁκοδαπός: ὁκόθεν, ὁκοῖος, ὁκόσος, ὁκότε, ὁκότερος, ὅκου, Ιων. αντί ὁπ-.