ὁποδαπός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁποδᾰπός Medium diacritics: ὁποδαπός Low diacritics: οποδαπός Capitals: ΟΠΟΔΑΠΟΣ
Transliteration A: hopodapós Transliteration B: hopodapos Transliteration C: opodapos Beta Code: o(podapo/s

English (LSJ)

ὁποδαπή, ὁποδαπόν, correlative to ποδαπός in indirect questions, of what country, what countryman, Hdt.5.13,9.16 (v.l.), Pl.Phdr.275c; of things, δέκ' ὀβολῶν, οὐχὶ προσθεὶς ὁποδαπῶν Diph.66.10.

German (Pape)

[Seite 361] correl. zu ποδαπός, relativisch, und indirect fragend, was für ein Landsmann; Her. 9, 16; τίς ὁ λέγων καὶ ὁποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de quel pays ?
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. et ποδαπός.

Russian (Dvoretsky)

ὁποδᾰπός: ион. ὁκοδᾰπός 3 relat. из какой местности, откуда родом Her.: τίς ὁ λέγων καὶ ὁ. Plat. (небезразлично ведь), кто такой говорящий и откуда он.

Greek (Liddell-Scott)

ὁποδᾰπός: -ή, -όν, συσχετικὸν ἀναφορικ. τοῦ ποδαπός ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, ἐξ ὁποίας χώρας, τίνος χώρας, Λατιν. cujas, Ἡρόδ. 5. 13., 9. 16 (ἔνθα ὁ Ἰωνικ. τύπος ὁκοδαπὸς ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Βεκκήρου)· τὶς ... καὶ ὁπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 275C, κλ.· ἐπὶ πραγμάτων, δέκ’ ὀβολῶν, οὐχὶ προσθεὶς ὁποδαπῶν, δηλ. τίνος πόλεως ὀβολῶν, τῆς Αἰγίνης ἢ τῶν Ἀθηνῶν; Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 10.

Greek Monolingual

ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, -ή, -όν (ΑΜ)
(σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.).
επίρρ...
ὁποδαπῶς (Μ)
από πού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. ποδαπός (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].

Greek Monotonic

ὁποδᾰπός: -ή, -όν, συσχετικό προς το ποδαπός σε πλάγιες ερωτήσεις, από ποια χώρα, ποιας χώρας κάτοικος, Λατ. cujas, σε Ηρόδ.· τίς καὶ ὁποδαπός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁποδᾰπός, ή, όν [correlative to ποδαπός in indirectquestions]
of what country, what countryman, Lat. cujas, Hdt.; τίς καὶ ὁποδαπός Plat.

English (Woodhouse)

of what country, of what nationality

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)