ὁποδαπός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁποδαπή, ὁποδαπόν, correlative to ποδαπός in indirect questions, of what country, what countryman, Hdt.5.13,9.16 (v.l.), Pl.Phdr.275c; of things, δέκ' ὀβολῶν, οὐχὶ προσθεὶς ὁποδαπῶν Diph.66.10.
German (Pape)
[Seite 361] correl. zu ποδαπός, relativisch, und indirect fragend, was für ein Landsmann; Her. 9, 16; τίς ὁ λέγων καὶ ὁποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de quel pays ?
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. et ποδαπός.
Russian (Dvoretsky)
ὁποδᾰπός: ион. ὁκοδᾰπός 3 relat. из какой местности, откуда родом Her.: τίς ὁ λέγων καὶ ὁ. Plat. (небезразлично ведь), кто такой говорящий и откуда он.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποδᾰπός: -ή, -όν, συσχετικὸν ἀναφορικ. τοῦ ποδαπός ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, ἐξ ὁποίας χώρας, τίνος χώρας, Λατιν. cujas, Ἡρόδ. 5. 13., 9. 16 (ἔνθα ὁ Ἰωνικ. τύπος ὁκοδαπὸς ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Βεκκήρου)· τὶς ... καὶ ὁπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 275C, κλ.· ἐπὶ πραγμάτων, δέκ’ ὀβολῶν, οὐχὶ προσθεὶς ὁποδαπῶν, δηλ. τίνος πόλεως ὀβολῶν, τῆς Αἰγίνης ἢ τῶν Ἀθηνῶν; Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 10.
Greek Monolingual
ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, -ή, -όν (ΑΜ)
(σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.).
επίρρ...
ὁποδαπῶς (Μ)
από πού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. ποδαπός (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].
Greek Monotonic
ὁποδᾰπός: -ή, -όν, συσχετικό προς το ποδαπός σε πλάγιες ερωτήσεις, από ποια χώρα, ποιας χώρας κάτοικος, Λατ. cujas, σε Ηρόδ.· τίς καὶ ὁποδαπός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὁποδᾰπός, ή, όν [correlative to ποδαπός in indirectquestions]
of what country, what countryman, Lat. cujas, Hdt.; τίς καὶ ὁποδαπός Plat.