οπόθεν

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁπόθεν, Α και ιων. τ. ὁκόθεν και επικ. τ. ὁππόθεν)
επίρρ.
1. (ως αναφ.) από το μέρος όπου, από όπου («ὁπόθεν... ῥᾴδιον ἧν λαβεῖν οὐκ ἦγον», Ξεν.)
2. (σε σύνθ. με τα μόρ. δή + ποτέ) ὁποθενδήποτε
από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε
αρχ.
1. (κυρίως σε πλάγ. ερώτ.) από ποιο μέρος, από πού
2. (με το μόριο αν και υποτ.) από όπου τύχει, από οπουδήποτε, από οποιοδήποτε σημείοὁπόθεν ἄν τύχη ἕκαστος ἐνθουσιάσας», Πλάτ.)
3. (με διάφ. μόρια) α) ὁπόθεν ποτέ
από όπου τυχόν
β) ὁποθενοῦν και ὁκοθενοῦν
απ' όπου και αν
γ) ὁποθενδηποτοῦν
από οπουδήποτε και αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. ὁπόθεν έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόθεν (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].