ορθοστάτης

Greek Monolingual

ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. μεσοστάτης].