ορμίδι
Greek Monolingual
και ορμίδιο ή αρμίδι, το
1. η ορμιά
2. ναυτ. τεμάχιο λεπτού και πολύ ελαφρού σχοινιού που το άκρο του εκτοξεύεται από το πλοίο στην ξηρά κατά τον χειρισμό πρόσδεσης με το κανονικό σχοινί, με το παλαμάρι
3. η ορμόνη
4. καλλωπιστικό ορχεοειδές φυτό της Κεντρικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμ-ίδιον, υποκορ. του ὁρμιά.