οροθεραπεία

Greek Monolingual

ή οροθεραπευτική, η
ιατρ. θεραπευτική μέθοδος η οποία βασίζεται στη χρήση ανοσοποιητικών ανθρώπινων ή ζωικών όρων για την καταπολέμηση λοιμώξεων και δηλητηριάσεων ή για την πρόληψή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. serotherapie < λατ. serum «ορός» (βλ.λ. ορός) + θεραπεία.