ὀτρηρός -ά, -όν (Α)1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). επίρρ...ὀτρηρῶς (Α)1. γρήγορα, εσπευσμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].