οτρύνω
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
ὀτρύνω (Α)
1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη
2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ' ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.)
3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
4. (μεσοπαθ.) ὀτρύνομαι
προθυμοποιούμαι, σπεύδω («αὐτοὶ δ' ὀτρύνεσθαι ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀτρύνω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζας twer- «ωθώ, παρακινώ, κουνώ» (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- με -υρ- υπό την επίδραση του -ω-) με προθεματικό φωνήεν ὀ-, έρρινη παρέκταση και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. πλύνω, κλίνω). Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. tvarate «επείγομαι, σπεύδω», αβεστ. θwāša- «αυτός που βιάζεται», αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ορμητικά». Παράλληλα με το ρ. ὀτρύνω μαρτυρείται το επίρρ. ὀτρ-αλ-έως (βλ. λ. οτραλέος) και το επίθ. ὀτρηρός, που αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της εναλλαγής ανάμεσα στα έρρινα και υγρά επιθήματα -αλ-, -αρ-, -αν-, που παρατηρείται συχνά στην αρχαϊκή περίοδο. Το επίρρ. ὀτραλέως αναφορικά προς το ὀτρύνω μπορεί να παραβληθεί με τα τράπεζα: τρυφάλεια ή μπορεί να είναι αναλογικός σχηματισμός προς το θαρσύνω: θαρσαλέος. Το επίθ., τέλος, ὀτρηρός πρέπει να είναι υστερογενής σχηματισμός κατά τα επίθ. σε -ηρός].