οφθαλμικός
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ὀφθαλμικός, -ή, -όν) οφθαλμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οφθαλμούς («οφθαλμική αρτηρία»)
νεοελλ.
φρ. α) «οφθαλμικός κόγχος» — κοιλότητα του κρανίου μέσα στην οποία βρίσκεται ο οφθαλμικός βολβός
β) «οφθαλμικός βολβός» — το σφαιρικό σώμα του οφθαλμού που βρίσκεται μέσα στον οφθαλμικό κόγχο.