ὀφθαλμικός
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ὀφθαλμική, ὀφθαλμικόν, of or for the eyes, φλεγμοναί Dsc.1.12; ὁ ὀ. ophthalmic surgeon, στόλου Βρεττανικοῦ Gal.12.786, cf. UP10.11, al.
German (Pape)
[Seite 425] die Augen betreffend, Diosc. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμικός: -ή, -όν, (ὀφθαλμὸς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, φάρμακα Διοσκ. 1. 11· ὁ ὀφθ., ὀφθαλμῶν ἰατρός, ὀφθαλμιατρός, Γαλην. 6, 22C. - τὸ ὀφθαλμικὸν = ἄνθος ἀργύρου Γλωσσ. Ἰατρ. Χειρόγρ. Νεοφύτου, Δουκάγγ.· - προσέτι, πόνημά τι περὶ ὀφθαλμῶν, Μοσχίων ἐν τῷ Προοιμ.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ὀφθαλμικός, -ή, -όν) οφθαλμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οφθαλμούς («οφθαλμική αρτηρία»)
νεοελλ.
φρ. α) «οφθαλμικός κόγχος» — κοιλότητα του κρανίου μέσα στην οποία βρίσκεται ο οφθαλμικός βολβός
β) «οφθαλμικός βολβός» — το σφαιρικό σώμα του οφθαλμού που βρίσκεται μέσα στον οφθαλμικό κόγχο.