οὐκ

English (LSJ)

v. οὐ G.

Middle Liddell

I. so not, not then, surely not, Hom.
II. in questions, οὔκ ἄρ' ἔμελλες οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι χόλου; so not even in death canst thou forget thine anger? Od.

Greek Monotonic

οὐκ: αντί οὐ, πριν από ψιλόπνοο φωνήεν, και στην Ιων. αντί οὐχπριν από δασύπνοο φωνήεν.

French (Bailly abrégé)

v. οὐ.

German (Pape)

s. οὐ.

Russian (Dvoretsky)

οὐκ: (перед гласным и в конце предложения) = οὐ.

Greek (Liddell-Scott)

οὐκ: ἴδε οὐ ἐν ἀρχῇ καὶ Β. 1.

English (Autenrieth)

see οὐ.