οὐσιώδης

English (LSJ)

ες,
A essential, substantial, real, σύγκρισις Epicur.Nat.14.1, cf. Aret.SD 2.12, Plu.2.1085d, A.D.Synt.83.11, Plot.2.6.1; οὐσιώδης νόησις Id.5.3.5: Comp., Id.6.6.8. Adv. οὐσιωδῶς Hero *Deff.136.2, Syrian.in Metaph.147.31, etc.

German (Pape)

[Seite 420] ες, wesenartig, substantiell, Sp., wie Iambl.; Hermog. de pas. 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
essentiel, substantiel.
Étymologie: οὐσία, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

οὐσιώδης: имеющий характер сущности, субстанциальный (τὸ μόνιμον καὶ οὐσιῶδες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐσιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 12, Πλούτ. 2. 1085D, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 25D, Ὠριγέν. Ι, 516Β, κλ.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ οὐσιώδης, -ῶδες) ουσία
γεμάτος ουσία, πραγματικός, αληθινόςουσιώδης σύγκρισις», Επίκ.)
νεοελλ.
αυτός που αποτελεί την ουσία, κύριος, σημαντικόςουσιώδης διαφορά»).
επίρρ...
ουσιωδώς (ΑΜ οὐσιωδῶς)
κατά ουσιώδη τρόπο.