πίσο

Greek Monolingual

το / πίσον, ΝΑ
είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί μικρό αλλά σημαντικότατο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει το είδος Pisum sativum, μια πολύπλοκη ομάδα φυτών κν. γνωστών σήμερα με την ονομασία μπιζέλι, και το είδος Pisum fulvum, ιθαγενές της περιοχής της Μεσογείου, ετήσιο ποώδες φυτό με κίτρινα ή πορτοκαλόχρωμα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. του πίσος].