παθιάζω

Greek Monolingual

πάθος
1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό»)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι
α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».)
β) κατέχομαι από υπερβολικό ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παθιασμένος, -η, -ο
α) φανατισμένος, εμπαθήςείναι παθιασμένος με τα πολιτικά»)
β) ταλαιπωρημένος, κακοτυχισμένος
γ) αυτός που πάσχει από σοβαρό, χρόνιο νόσημα.