παιδαριώδης
English (LSJ)
παιδαριῶδες, childish, puerile, Pl.Phlb. 14d, Arist.Pol.1270b28, Metaph.995a5, Nicoch.21, Plb.12.4B.1 (Sup.); τὸ παιδαριωδέστατον = the most puerile style, Longin.4.1. Adv. παιδαριωδῶς Plb.27.2.10, Phld.Mus.p.91 K., Gal.14.224.
German (Pape)
[Seite 439] ες, nach kleiner Kinder Art, was sich für kleine Kinder schickt; παιδαριώδη καὶ ῥᾴδια vrbdt Plat. Phil. 14 d; stärker: kindisch, unverständig, οὐ μόνον ἀνιστόρητον, ἀλλὰ καὶ παιδαριώδη, Pol. 12, 3, 1; τὸ ἀκόλαστον καὶ παιδαριῶδες, Plut. Ages. 26; Cat. min. 7. – Adv. παιδαριωδῶς, Pol. 27, 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: παιδάριον, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδαριώδης -ες [παιδάριον] kinderachtig.
Russian (Dvoretsky)
παιδᾰριώδης: детский, ребяческий (π. καὶ ῥάδιος Plat.; ἀκόλαστος καὶ π. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παιδᾰριώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «παιδιακίσιος», Πλάτ. Φίληβ. 14D, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 23, Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ΕΛΑΤΤΟΝ) 3, 1, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 7˙ τὸ παιδαριωδέστατον, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖν. 4. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Πολύβ. 27. 2, 10.
Greek Monolingual
-ες (Α παιδαριώδης, -ῶδες) παιδάριον
αυτός που αρμόζει σε μικρό παιδί, στερημένος σοβαρότητας, παιδιακήσιος, παιδιαρίστικος («παιδαριώδης συμπεριφορά»).
επίρρ...
παιδαριωδώς (Α παιδαριωδῶς)
με παιδαριώδη τρόπο, χωρίς σοβαρότητα.
Greek Monotonic
παιδᾰριώδης: -ες (εἶδος), παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Πλάτ.
Middle Liddell
Translations
childish
Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچهگانه; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd