παλινδρομικός
English (LSJ)
παλινδρομική, παλινδρομικόν, recurring, of the tide, κίνησις Str.1.3.8.
German (Pape)
[Seite 450] ή, όν, wieder zurücklaufend, κίνησις, Strab. I., 53.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a tendance à revenir en arrière.
Étymologie: παλίνδρομος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδρομικός: -ή, -όν, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, ἐπὶ τῆς παλιρροίας, κίνησις Στράβ. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α παλινδρομικός, -ή, -όν) παλίνδρομος
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. φρ. «παλινδρομική κίνηση»
(φυσ.-τεχνολ.) ευθύγραμμη κίνηση ενός υλικού σημείου ή σώματος που γίνεται και επαναλαμβάνεται διαδοχικά προς δύο αντίθετες διευθύνσεις, όπως είναι λ.χ. η κίνηση του εμβόλου μιας μηχανής
αρχ.
(σχετικά με τη θάλασσα κατά την παλίρροια) αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω.
επίρρ...
παλινδρομικώς και -ά
προς τα εμπρός και πίσω διαδοχικά.
Greek Monotonic
πᾰλινδρομικός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατεύθυνση προς τα πίσω, λέγεται για την παλίρροια, σε Στράβ.
Middle Liddell
πᾰλινδρομικός, ή, όν
recurring, of the tide, Strab.