παλιώνω
Greek Monolingual
και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, -όω) παλιός / παλαιός
καθιστώ κάτι παλιό
νεοελλ.
1. γίνομαι παλιός
2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, -η, -ο
αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν
μσν.-αρχ.
παθ. παλαιοῦμαι, -όομαι
φθείρομαι, γίνομαι άχρηστος
αρχ.
1. καταργώ νόμο
2. παθ. α) γερνώ
β) (για οίνο) είμαι ξεθυμασμένος
4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ή αορ. ως ουσ.) το πεπαλαιωμένον ή παλαιωθέν
το παλιό.