πανίμερος

English (LSJ)

[ῑ], ον,
A all-lovely, prob. in Man.5.78.
II burning with desire, ardent, prob. in S.Tr.660 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout désir, plein d'amour.
Étymologie: πᾶν, ἵμερος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνίμερος: прелестнейший (κόσμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνίμερος: -ον, ὅλως ἐράσμιος, ἀγαπητός, Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ πλήρης ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, σφόδρα ἐπιθυμῶν, ὅρα πανήμερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός
2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφίμερος)].

Greek Monotonic

πᾰνίμερος: [ῑ], -ον,
I. αγαπητός σε όλους, σε Ανθ.
II. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, σε Σοφ.

Middle Liddell

πᾰν-ῑ́μερος, ον,
I. all-lovely, Anth.
II. burning with desire, Soph.