η, ΝΜ
η νόσος πανώλης
νεοελλ.
1. γυναίκα κακή και άσχημη
2. φρ. «απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα» — λέγεται για καθετί κακό, το οποίο όμως έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανούκλα < λατ. panucula, υποκορ. του panus «πηνίο, οίδημα»].