παπί

Greek Monolingual

το
1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι
2. φρ. «γίνομαι παπί» — καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο παππ-ίον υποκορ. του πάππος «είδος πουλιού»].