παράμερος
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήμερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
παράμερος: дор. = παρήμερος.
Greek (Liddell-Scott)
παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.
English (Slater)
παρᾱμερος daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.
Greek Monotonic
παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.