παραβλήδην

English (LSJ)

Adv., (παραβάλλω)
A thrown in by the way, κερτομίοις ἐπέεσσι παραβλήδην ἀγορεύων speaking with a side-meaning, i.e. maliciously, deceitfully, Il.4.6, cf. Hsch., and v. παράβολος 1, παραβάλλω A. VI; so perhaps in Opp.H.2.113.
2 in answer, A.R.1.835, 2.448, 3.107.
II parallel-wise, Arat.535.

German (Pape)

[Seite 472] 1) daneben geworfen, einwerfend, erwidernd, Ap. Rh. 2, 448. 3, 107. Dah. übertr. beiläufig, nebenbei, bes. in ironischer Beziehung, mit einem spöttischen od. hämischen Seitenhieb od. Seitenblick reden, Il. 4, 6, im Gegensatz der graden, offenen, unzweideutigen Rede, VLL. ἀπατητικῶςπαραλογιτικῶς; vgl. Opp. Hal. 2, 113. – 2) neben einander, parallel; Arat. 533; Maneth. 2, 34.

French (Bailly abrégé)

adv.
de côté, obliquement ; fig. en lançant des coups de côté, des regards obliques ou des mots piquants par insinuation ; par ironie, avec ruse.
Étymologie: παραβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραβλήδην [παραβάλλω] adv., met bijbedoelingen, onoprecht, vals.

Russian (Dvoretsky)

παραβλήδην: adv. глядя искоса, т. е. лукаво, насмешливо (ἀγορεύειν Hom.).

English (Autenrieth)

with comparisons, insinuatingly, Il. 4.6.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με πλάγιο, ειρωνικό ή σκωπτικό βλέμμα και, γενικά, με πλάγιο τρόπο ή με κακία («ἐπειρᾱτο... ἐρεθιζέμεν Ἥρην κερτομίοις ἐπέεσσι, παραβλήδην ἀγορεύων», Ομ. Ιλ.)
2. για αντίρρηση ή για απάντηση
3. παράλληλα
4. με παραβολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλήδην «ριχτά, πεταχτά» (< θ. βλη-πρβλ. -βλή-θην, παθ. αόρ. του βάλλω)].

Greek Monotonic

παραβλήδην: επίρρ., (παραβάλλω), με πλάγιο υπαινιγμό, με ειρωνική διάθεση, παραβλήδην ἀγορεύων, μιλάω πλαγίως εννοώντας άλλα, δηλ. με πονηρούς σκοπούς, παραπλανητικά, προσποιητά, με κακόβουλες προθέσεις, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. παράβολος I.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλήδην: Ἐπίρρ. (παραβάλλω) πλαγίως, εἰρωνικῶς, κερτομίοις ἐπέεσσι π. ἀγορεύων Ἰλ. Δ. 6 (ὡς τὸ παραίβολα κερτομέειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 56)· πρβλ. παραβάλλω VI· - ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν «ἐξ ἀντιβολῆς, ἢ παραλογιστικῶς, ἢ ἐξ ἀποκρίσεως», εἰς ἀντίρρησιν ἢ ἀπόκρισιν, ὡς μετεχειρίσθη τὴν λέξιν ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 448, Γ. 107, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ., πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 113. 2) ἐν παραβολαῖς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 16, 25. ΙΙ. παραλλήλως, Ἄρατ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραβλήδην· ἀπατητικῶς· παραλογιστικῶς. ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλλοντες».

Middle Liddell

παραβάλλω
thrown in by the way, παραβλήδην ἀγορεύων speaking with a side-meaning, i. e. maliciously, deceitfully, Il.; cf. παράβολος I.