παραγινώσκω

English (LSJ)

later for παραγιγνώσκω.

French (Bailly abrégé)

réc. c. παραγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου
2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ παραγνώναι τοὺς δικαστάς»).

German (Pape)

späterπαραγιγνώσκω.