Ν, παραδιώκω Α διώχνω / διώκωνεοελλ.διώχνω, συνήθως με τρόπο δυσάρεστο ή μειωτικό («μη μέ μαλώνεις βρε πουλί και μη μέ παραδιώχνεις», δημοτ. τραγ.)αρχ.1. απορρίπτω2. καταδιώκω3. παθ. παραδιώκομαιακολουθώ με πολύ γρήγορη διαδοχή.