παρακολλώ
Greek Monolingual
-άω / παρακολλῶ, -άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν
ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ
νεοελλ.
1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα
2. προσκολλώμαι σε κάποιον
3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα
αρχ.
στερεώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κολλῶ].