παρασιτοκτόνος

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει τα παράσιτα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρασιτοκτόνα
(φαρμ.) προϊόντα, συνήθως συνθετικά, που εξοντώνουν τα παράσιτα είτε στα ελεύθερα τους στάδια, π.χ. προνυμφοκτόνα, ωαριοκτόνα κ.ά., είτε κατά την ενδοπαρασιτική τους φάση στο σώμα του ξενιστή, όπως είναι λ.χ. τα ελμινθοκτόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράσιτο + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].