παρατρωπάω

English (LSJ)

poet. for παρατρέπω, [θεοὺς] θυέεσσι… παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι turn away the anger of the gods... Il.9.500.

German (Pape)

[Seite 504] poet. statt παρατρέπω, Il. 9, 500, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, die Menschen machen die Götter durch Opfer anderes Sinnes, versöhnen sie, Hesych. erkl. παραπείθουσι τῆς ὀργῆς.

French (Bailly abrégé)

παρατρωπῶ :
poét. c. παρατρέπω.
Étymologie: παρά, τρωπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρατρωπάω [~ παρατρέπω] vermurwen.

Russian (Dvoretsky)

παρατρωπάω: (= παρατρέπω
5 отвращать (гнев), т. е. умилостивлять (θεοὺς θυέεσσι Hom.).

English (Autenrieth)

(τρέπω): fig., change in purpose, move, propitiate. θεοὺς θύεσσι, Il. 9.500†.

Greek Monotonic

παρατρωπάω: ποιητ. αντί παρατρέπω, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, παίρνω πίσω, καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρωπάω: ποιητ. ἀντὶ παρατρέπω, μεταπείθω, ἐξιλεῶ, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ’ ἄνθρωποι, παρατρέπουσιν, ἀποτρέπουσιν τὴν ὀργὴν αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 500.

Middle Liddell

poet. for παρατρέπω
θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι turn away the anger of the gods by sacrifices, Il.