παραφωνώ

Greek Monolingual

παραφωνῶ, -έω, ΝΜΑ παράφωνος
νεοελλ.
τραγουδώ, ψάλλω ή μιλώ παράφωνα, με παραφωνία, φάλτσα
αρχ.
1. αναφωνώ κάτι διακόπτοντας κάποιον που μιλάει
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) παρατρύζω.