παραχρώμαι
Greek Monolingual
-άομαι, ΜΑ
μσν.
1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ
σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται
εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα)
2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει ποιητικώτερον», Ευστ.)
αρχ.
1. κάνω κακή χρήση, μεταχειρίζομαι κακώς, κακοποιώ («οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται», Αριστοτ.)
2. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ για απώτερο ή δευτερεύοντα σκοπό
3. κάνω ευρεία χρήση, χρησιμοποιώ με ελευθεριότητα
4. μεταχειρίζομαι ως πάρεργο, περιφρονώ, καταφρονώ κάτι («παραχρησάμενοι τὸν Βάκιδος χρησμὸν ὡς οὐδὲν λέγοντα», Ηρόδ.)
5. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ παραχρεώμενοι
(για μαχητές) οι ορμητικοί και εξαγριωμένοι, αυτοί που δεν υπολογίζουν καθόλου τη ζωή τους («παραχρεώμενοί τε καὶ ἀτέοντες», Ηρόδ.)
6. φρ. «παραχρῶμαι εἴς τινα» — φέρομαι κακώς ή με τρόπο ανάξιο σε κάποιον, αδικώ, ασεβώ («παραχρᾱσθε ἐς τοὺς συμμάχους», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρῶμαι «χρησιμοποιώ»].