πατιρντί

Greek Monolingual

και πατερντί και πατριντί, το
άκλ. υπερβολικός και συγκεχυμένος θόρυβος από ομάδα ανθρώπων, αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, αναταραχή, νταβατούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. patirdi].