πατροκτασία

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ
η πατροκτονία, ο φόνος του πατέρα από το παιδί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -κτασία < κτατος (< θ. κτα-, πρβλ. -κταν-ον, αόρ. β' του κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδροκτασία].