ανδροκτασία

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba

Source

Greek Monolingual

ἀνδροκτασία, η (Α)
1. φόνος ανδρών στη μάχη
2. φόνος, ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτασία < κτατος < κτείνω «σκοτώνω»].