πατρώος

Greek Monolingual

-α, -ο / πατρῷος, -α, -ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, -η, -ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῖος και πατρούεος, -ον, ΝΜΑ
ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στον πατέρα κάποιου, πάτριοςπατρῷος, ἆθλος», Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ πατρώια» — τα πατρικά αγαθά, η πατρική κληρονομιά, τα πατρικάπατρῷος κλῆρος», Πλάτ.)
3. φρ. α) «πατρῷοι θεοί» — οι προστάτες θεοί μιας οικογένειας, ενός λαού, μιας πόλης, όπως ο Απόλλων στην αρχ. Αθήνα ή ο Ζευς στους Δωριείς
β) «Ζεὺς πατρῷος» — ο Ζευς ως προστάτης τών οικογενειακῶν δικαίων ή του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρως, πάτρωος + κατάλ. -ιος (πρβλ. μητρῷος < μήτρως). Το επίθ. πατρῷος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα πατρικά αγαθά, την κληρονομιά που προέρχεται από τον πατέρα και διακρίνεται, ήδη από την εποχή του Ομήρου, από το πάτριος, το οποίο αναφέρεται κυρίως σε παραδόσεις, νόμους και έθιμα].