παυσωλή

English (LSJ)

ἡ, rest, Il.2.386.

German (Pape)

[Seite 538] ἡ, wie παῦλα, Rast, Ruhe, Il. 2, 386.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
fin, cessation.
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσωλή -ῆς, ἡ [παύω] onderbreking.

Russian (Dvoretsky)

παυσωλή:прекращение, остановка, перерыв Hom.

English (Autenrieth)

cessation, rest, Il. 2.386†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ' ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ- του παύω (πρβλ. τον αόρ. -παυσ-α και τα σύνθ. με παυσι-) με την κατάλ. -ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. -el, λατ. -ēla), πρβλ. τερπωλή, φειδωλή].

Greek Monotonic

παυσωλή: ἡ, όπως το παῦλα, ανάπαυση, ξεκούραση, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παυσωλή: ἡ, ὡς τὸ παῦλα, ἀνάπαυσις, παῦσις, Ἰλ. Β. 386. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παυσωλή· ἀνάπαυσις. τελευτή. Κατάληξις».

Middle Liddell

παυσωλή, ἡ,
like παῦλα, rest, Il.