остановка
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἐπιμονή, σχέσις, ἐπίσχεσις, στηριγμός, ἀντικατάσχεσις, πάρηξις, ἐποχή, ἐπίστασις, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, διάπαυμα, μονή, παυσωλή, συνοχή, κατάληψις, ἄνυσις