παχύθριξ

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -τριχος, with thick hair; Comp. παχυτριχώτερος Arist. GA 782b5.

German (Pape)

[Seite 539] τριχος, dickhaarig, Arist. gen. anim. 5, 3.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχύθριξ: τρῐχος adj. густошерстный, покрытый густым мехом (τὰ ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύθριξ: ὁ, ἡ, πυκνόθριξ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες
2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -θριξ, -τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλίθριξ].