1. κάνω πειράματα, εκτελώ δοκιμασίες ή εφαρμογές θεωρητικών γνώσεων, εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη για άσκηση ή παρατήρηση
2. δοκιμάζω, επιχειρώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].