πεντάσφαιρος

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσφαιρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος ἢ ἀξίαν πέντε σφαιριδίων ἢ κόκκων, μεταγενέστ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάσφαιρος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πεντάσφαιρο
επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, του οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε σφαιρών, πέντε φυσιγγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -σφαιρος (< σφαῖρα), πρβλ. εξάσφαιρος].