πεντάχρονος
English (LSJ)
πεντάχρονον, consisting of five time-units, ῥυθμός D.H.Comp. 25; πούς Heph.3.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πεντάχρονος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε διαφόρων χρόνων, ῥυθμὸς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 205R. ΙΙ. ὁ ἔχων πέντε ἡλικίας, ἐπὶ τοῦ μυθολογουμένου πτηνοῦ φοίνικος, Χρησμ. Σιβ. 8. 139.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάχρονος, -ον, ΝΑ
(για μουσικό ρυθμό ή ποιητικό μέτρο) αυτός που συνίσταται σε πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάσημος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία πέντε χρόνων, πενταετής (α. «πεντάχρονο παιδί» β. «πεντάχρονη συμφωνία»)
2. αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε πέντε χρόνους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάχρονα- η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού συνήθως γεγονότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + χρόνος (πρβλ. τρίχρονος)].